πιστευτός
From LSJ
λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)
English (LSJ)
ή, όν,
A trustworthy, lamb.Comm.Math.8.
Greek Monolingual
-ή, -ό / πιστευτός, -ή, -όν, ΝΑ πιστεύω
αυτός που μπορεί ή αξίζει να πιστευθεί, αξιόπιστος, φερέγγυος.