φερέγγυος
English (LSJ)
φερέγγυον, (ἐγγύη) giving surety:—hence, generally, to be depended upon, trusty, φρούρημα, προστάται, σθένος, A.Th.449,797, Eu.87: c. inf., capable, sufficient, οὐ φερέγγυος εἰμι δύναμιν παρασχεῖν τοσαύτην Hdt.5.30; λιμὴν φ. διασῶσαι τὰς νέας Id.7.49, cf. A.Th.396,470: c. gen. rei, warrant for a thing, able to answer for, τί . . κελεύεις, ὧν ἐγὼ φ.; S.El.942; trusty in face of danger, πρὸς τὰ δεινὰ φερεγγυώτατος Th.8.68.—Cf. ἐχέγγυος.
German (Pape)
[Seite 1261] Bürgschaft bringend, bürgend, Bürgschaft leistend, im Stande seiend Bürgschaft zu leisten, vermögend zu bezahlen, übh. zuverlässig, sicher, hinreichend, ausreichend; c. inf., αὐτὸς μὲν οὐ φερέγγυός εἰμι δύναμιν τοσαύτην παρασχεῖν Her. 5, 30; λιμὴν φερέγγυος διασῶσαι τὰς νέας 8, 49, 1, geeignet die Schiffe zu bergen; τίς Προίτου πυλῶν κλείθρων λυθέντων προστατεῖν φερέγγυος Aesch. Spt. 396, vgl. 452. 779 Eum. 87; τί γὰρ κελεύεις, ὧν ἐγὼ φερέγγυος Soph. El. 930; πρὸς τὰ δεινὰ ἐπειδήπερ ὑπέστη, φερεγγυώτατος ἐφάνη Thuc. 8, 68.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui apporte des garanties : προστάται φερέγγυοι ESCHL des chefs sûrs ; ὧν ἐγὼ φερέγγυος SOPH des choses dont je me porte garante, càd que je puisse par moi-même accomplir ; πολὺ πρὸς τὰ δεινὰ φερεγγυώτατος THC très ferme contre le danger ; avec un inf. : λιμὴν φερέγγυος διασῶσαι τὰς νέας HDT port en état d'abriter sûrement les vaisseaux;
Sp. φερεγγυώτατος.
Étymologie: φέρω, ἐγγύη.
Russian (Dvoretsky)
φερέγγῠος: являющийся залогом, т. е. надежный, обеспечивающий, достаточный (φρούρημα, προστάται Aesch.): φ. ποιεῖν τι Aesch., Her. способный или могущий сделать что-л.; τί γὰρ κελεύεις ὧν ἐγὼ φ.; Soph. что велишь ты мне из того, что мне под силу?; πρὸς τὰ δεινὰ φερεγγυώτατος ἐφάνη Thuc. он оказался чрезвычайно стойким перед лицом опасностей; οὐ φ. εἰμι Her. я не в состоянии.
Greek (Liddell-Scott)
φερέγγυος: -ον, (ἐγγύη) ὁ φέρων ἢ παρέχων ἐγγύησιν· ― ὅθεν καθόλου, ἀξιόπιστος, πιστός, ἀσφαλής, Πολυφόντου βία, φερέγγυον φρούρημα Αἰσχύλ. Θήβ. 449· πύλας φερεγγύοις ἐφαρξάμεσθα μονομάχοισι προστάταις αὐτόθι 797· ― μετ’ ἀπαρ., ἀρκετός, ἱκανός, οὐ φ. εἰμι δύναμιν τοσαύτην παρασχεῖν Ἡρόδ. 5. 30· λιμὴν φ. διασῶσαι τὰς νέας ὁ αὐτ. 7. 49, πρβλ. Αἰσχύλ. Θήβ. 396, 470, Εὐμεν. 87· ― μετὰ γεν. πράγμ., ἄξιος νὰ ἐγγυηθῇ περί τινος, ἱκανὸς νὰ δώσῃ λόγον, τί γὰρ κελεύεις, ὧν ἐγὼ φερέγγυος; «ὧν ἐγὼ εἰς τὸ πράττειν ἀσφαλής εἰμι» (Σουΐδ. ἐν λ. φερέγγυος), Σοφ. Ἠλ. 942· οὕτω, φερεγγυώτατος πρὸς τὰ δεινὰ Θουκ. 8. 68. ― Πρβλ. ἐχέγγυος. ― Κατὰ Σουΐδ.: «φερέγγυος, ὁ ἐκδεξάμενός τι καὶ δυνάμενος ἀποτῖσαι, οἷον ἀξιόχρεως, δυνάμενος ἀναδέξασθαι τὴν ἐγχείρησιν» κλπ. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «φερέγγυος. ἀξιόπιστος, ἐγγυητής, καὶ βεβαιωτὴς» καὶ: «φερέγγυον. βέβαιον, δυνατόν».
Greek Monolingual
-α, -ο / φερέγγυος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που παρέχει ή μπορεί να δώσει εγγύηση, εχέγγυος, αξιόπιστος, αξιόχρεος (α. «φερέγγυος οφειλέτης» β. «Πολυφόντου βία, φερέγγυον φρούρημα», Αισχύλ.)
αρχ.
1. ο άξιος ή ο ικανός να δώσει λόγο για κάτι
2. (με απρμφ.) (για πρόσ. και για πράγμ.) ικανός ή κατάλληλος για κάτι (α. «λιμὴν... φερέγγυος ἔσται διασῶσαι τὰς νέας», Ηρόδ.
β. «αὐτὸς μὲν ὑμῖν οὐ φερέγγυός εἰμι δύναμιν παρασχεῖν τοσαύτην», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή του α΄ συνθετικού βλ. λ. φέρω) + -εγγυος (< ἐγγύη), πρβλ. ἐχέγγυος].
Greek Monotonic
φερέγγῠος: -ον, αυτός που δίνει εγγύηση· γενικά, αξιόπιστος, ασφαλής, σε Αισχύλ.· με απαρ., ικανός, αρκετός, οὐ φερέγγυός εἰμι παρασχεῖν, σε Ηρόδ.· λιμὴν φερέγγυος διασῶσαι τὰς νέας, στον ίδ.· με γεν. πράγμ., εγγύηση για κάποιο πράγμα, ικανός να δώσει λόγο για κάτι, σε Σοφ.· ομοίως, φερεγγυώτατος πρὸς τὰ δεινά, σε Θουκ.
Middle Liddell
φερ-έγγυος, ον, ἐγγύη
giving surety:—generally, to be depended upon, trusty, sure, Aesch.:—c. inf. capable, sufficient, οὐ φ. εἰμι παρασχεῖν Hdt.; λιμὴν φ. διασῶσαι τὰς νέας Hdt.:—c. gen. rei, warrant for a thing, able to answer for, Soph.; so, φερεγγυώτατος πρὸς τὰ δεινά Thuc.
English (Woodhouse)
sure, trustworthy, to be relied on
Mantoulidis Etymological
(=ἀξιόπιστος). Ἀπό τό φέρω + ἐγγύη. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στά ρήμ. ἐγγυῶ καί φέρω.
Lexicon Thucydideum
qui plurimum spondet, he who promises most, 8.68.3.
Translations
trustworthy
Arabic: ثِقَةٌ; Egyptian Arabic: امين; Armenian: վստահելի, հուսալի; Bashkir: ышаныслы, яуаплы; Belarusian: надзейны, дакладны; Bulgarian: заслужаващ доверие; Catalan: fidedigne, fiable; Chinese Mandarin: 可信, 可靠; Czech: důvěryhodný; Danish: troværdig; Dutch: betrouwbaar; Esperanto: fidinda; Finnish: luotettava, luottamuksen arvoinen; French: de confiance, digne de confiance, digne de foi, fiable; Galician: fidedigno, fiucego, confiábel; Georgian: სანდო, სანდომიანი, საიმედო, ნდობის ღირსი; German: vertrauenswürdig, glaubwürdig; Greek: αξιόπιστος; Ancient Greek: ἀληθινός, ἀξιόπιστος, ἀξιόχρεος, ἀξιόχρεως, βέβαιος, δόκιμος, ἔμπιστος, εὔπιστος, ἐχέγγυος, ἠθαῖος, ἠθεῖος, κεδνός, πιστευτός, πιστικός, πίστιος, πιστός, σαφής, φερέγγυος; Hungarian: megbízható; Irish: barántúil; Italian: affidabile, attendibile, credibile, fidato; Japanese: 頼もしい, 信頼できる, 着実; Khmer: គួរឱ្យទុកចិត្ត; Latin: fidus; Manx: barrantagh; Maori: horopū; Ngazidja Comorian: -aminifu; Norwegian: pålitelig, til å stole på; Bokmål: troverdig; Nynorsk: truverdig, påliteleg; Portuguese: confiável; Romanian: sigur, demn de încredere; Russian: надёжный, благонадёжный, достоверный, верный; Scottish Gaelic: earbsach; Spanish: fidedigno, fiable, de confianza, confiable, de fiar; Swedish: pålitlig, trovärdig; Tagalog: mapagkakatiwalaan, maaasahan; Telugu: విశ్వసనీయము, నమ్మదగిన; Thai: น่าไว้ใจ; Ukrainian: наді́йний, достові́рний