γλινώδης
From LSJ
-ες
• Grafía: prob. graf. γληνώδης Gp.2.6.36, 41
pegajoso, viscoso ἐπίπαγον ref. a un hongo, Dsc.4.82, ἐδάφη Gp.2.6.36, cf. l.c., Sch.Nic.Al.470 (ap. crít.)
•subst. τὸ γ. humor viscoso Arist.Fr.311 (cód.).
γλινώδης, -ες (Α) γλίνα
ο γλοιώδης.