γλίνα

From LSJ

Ὑπερηφανία μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Malorum maximum hominibus superbia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut

Menander, Monostichoi, 515

Greek Monolingual

η (Μ γλίνη)
1. λίπος που βγαίνει από τον βρασμό κρεάτων και κυρίως χοιρινών
2. στρώμα που σχηματίζεται στην επιφάνεια κρύου λιπαρού φαγητού ή μένει στα τοιχώματα του μαγειρικού σκεύους
3. χοιρινό λίπος στο οποίο συντηρούνται καρυκευμένα κρέατα (σύγγλινα)
4. λίγδα
5. γλοιώδης ζύμη πηλού
6. αργιλότοπος (γλιστερός λόγω υγρασίας)
7. άνθρωπος με γλοιώδη χαρακτήρα
8. το φυτό ροκέλλη η φύκοψις, λειχήνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < gli (με παρέκταση σε -n-) < glei- «κολλώ, αλείφω» < (ινδοευρ.) gel- «συμπυκνούμαι». Ο τ. γλίνα μπορεί να συσχετισθεί με τα αρχ. σλαβ. glě «λάσπη», ρωσ. glίna «άργιλος»].