γλίνα
From LSJ
Ἔλπιζε δ' αὐτὸν πάλιν εἶναι σοῦ φίλον → Igitur rediturum spera ad amicitiam tuam → So hege Hoffnung, dass dein Freund er wieder ist
Greek Monolingual
η (Μ γλίνη)
1. λίπος που βγαίνει από τον βρασμό κρεάτων και κυρίως χοιρινών
2. στρώμα που σχηματίζεται στην επιφάνεια κρύου λιπαρού φαγητού ή μένει στα τοιχώματα του μαγειρικού σκεύους
3. χοιρινό λίπος στο οποίο συντηρούνται καρυκευμένα κρέατα (σύγγλινα)
4. λίγδα
5. γλοιώδης ζύμη πηλού
6. αργιλότοπος (γλιστερός λόγω υγρασίας)
7. άνθρωπος με γλοιώδη χαρακτήρα
8. το φυτό ροκέλλη η φύκοψις, λειχήνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < gli (με παρέκταση σε -n-) < glei- «κολλώ, αλείφω» < (ινδοευρ.) gel- «συμπυκνούμαι». Ο τ. γλίνα μπορεί να συσχετισθεί με τα αρχ. σλαβ. glěnŭ «λάσπη», ρωσ. glίna «άργιλος»].