δάμασμα
Spanish (DGE)
-ματος, τό
prob. sometimiento, represión, tortura Tz.H.12.828.
Greek Monolingual
το (Μ δάμασμα) δαμάζω
η πράξη και το αποτέλεσμα του δαμάζω, η τιθάσευση, η καθυπόταξη.
-ματος, τό
prob. sometimiento, represión, tortura Tz.H.12.828.
το (Μ δάμασμα) δαμάζω
η πράξη και το αποτέλεσμα του δαμάζω, η τιθάσευση, η καθυπόταξη.