καθυπόταξη
From LSJ
φιλοτιμία καλεῖ τέχν' ὑπερόντα κτλ. → ambition for honor is calling superior sons ... (Inscription on church wall, Constantinople)
Greek Monolingual
η καθυποτάσσω
πλήρης υποταγή, ολοσχερής υποδούλωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καθυποτάσσω. Η λ., στον λόγιο τ. καθυπόταξις, μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Εφημερίς].