καθυπόταξη
From LSJ
Greek Monolingual
η καθυποτάσσω
πλήρης υποταγή, ολοσχερής υποδούλωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καθυποτάσσω. Η λ., στον λόγιο τ. καθυπόταξις, μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Εφημερίς].
η καθυποτάσσω
πλήρης υποταγή, ολοσχερής υποδούλωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καθυποτάσσω. Η λ., στον λόγιο τ. καθυπόταξις, μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Εφημερίς].