ἀντιγαμέω
From LSJ
Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren
English (LSJ)
A marry in turn, Eust.1796.53.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιγᾰμέω: νυμφεύομαι καὶ αὐτός, «Τηλέμαχον τὴν Κίρκην γῆμαι, Τηλέγονον δέ ... ἀντιγῆμαι Πηνελόπην» Εὐστ. 1796. 53.
Spanish (DGE)
casarse a su vez Τηλέγονον ... ἀντιγῆμαι Πηνελόπην Eust.1796.53.