ἀπονόσφι

Revision as of 06:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

before a vowel ἀπονόσφιν, Ep. Adv.

   A far apart, aloof, ἀ. κατίσχεαι Il.2.233; ἀ. τραπέσθαι Od.5.350.    II c. gen., following its case, far away from, ἐμεῦ ἀ. ἐόντα Il.1.541; φίλων ἀ. ὀλέσθαι Od. 5.113; φίλων ἀ. ἑταίρων ib.12.33.

German (Pape)

[Seite 317] vor Vokalen ἀπονόσφιν, abgesondert, seitab, Il. 2, 233 ἣνἀπονόσφι κατίσχεαι; Od. 5, 350. 10, 528 ἀπονόσφι τραπέσθαι; Iliad. 11, 555. 17, 664 ἀπονόσφιν ἔβη; τινός, getrennt, fern von, Il. 1, 541 Od. 5, 113, mit voranstehendem gen.; ἑτάρων ἀπονόσφι καλέσσας Od. 15, 529; φίλων ἀπονόσφιν ἑταίρων Od. 12, 33. Auch sp. Ep., wie Ap. Rh. 3, 9.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπονόσφι: καὶ πρὸ φωνήεντος -νόσφιν, Ἐπ. ἐπίρρ., μακρὰν ἀπὸ…, χωριστά, ἥν τ’ ἀυτὸς ἀπονόσφι κατίσχεαι, «ἥν τιν’ αὐτὸς ἄποθεν καὶ χωρὶς μόνος κατίσχῃς» (Σχόλ.), Ἰλ. Β. 233· ἀπ. τραπέσθαι Ὀδ. Ε. 350. ΙΙ. ὡς πρόθ. μετὰ γεν., μακρὰν ἀπό, ἐμεῦ ἀπ. ἐόντα Ἰλ. Α. 541· φίλων ἀπ. ὀλέσθαι Ὀδ. Ε. 113· φίλων ἀπ. ἐταίρων Μ. 33: ― ὥστε τὸ ἐπίρρημα τοῦτο ὡς πρόθ. κατὰ τὸ πλεῖστον ἕπεται τῇ πτώσει μεθ’ ἧς συντάσσεται.

French (Bailly abrégé)

dev. un voy. ἀπονόσφιν;
1 adv. à l’écart;
2 prép. loin de, gén..
Étymologie: ἀπό, νόσφι.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): ante vocal -νόσφιν
adv. aparte, lejos abs. ἀ. κατίσχεαι Il.2.233, ἀ. τραπέσθαι Od.5.350
c. gen., en anástrofe, lejos de ἐμεῦ ἀ. ἐόντα Il.1.541, φίλων ἀ. ὀλέσθαι Od.5.113, cf. 12.33, πατρίδος δ' ἀ. ἰ[δ] οῦσα IKyme 49.3 (II/I a.C.).

Greek Monolingual

ἀπονόσφι(ν) (τοπ. επίρρ.) (Α)
μακριά από, χωριστά
φίλων ἀπονόσφι όλέσθαι, Όμηρος).
[ΕΤΥΜΟΛ. < απο- + επίρρ. νόσφι «μακριά, χωρίς»].