ἀργυρόρρυτος

From LSJ
Revision as of 06:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)

καὶ τοσαύτῃ περιουσίᾳ χρήσασθαι πονηρίας → in the veriest extravagance of malice

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀργῠρόρρῠτος Medium diacritics: ἀργυρόρρυτος Low diacritics: αργυρόρρυτος Capitals: ΑΡΓΥΡΟΡΡΥΤΟΣ
Transliteration A: argyrórrytos Transliteration B: argyrorrytos Transliteration C: argyrorrytos Beta Code: a)rguro/rrutos

English (LSJ)

ον, (ῥέω)

   A beside a silver stream, ὄχθαι Ἕβρου E.HF386 (lyr.).

Spanish (DGE)

(ἀργῠρόρρυτος) -ον bañado por una corriente de plata ὄχθαι E.HF 386.

Greek Monolingual

ἀργυρόρρυτος, -ον (Α)
(για όχθη ποταμού) αυτός που βρίσκεται πλάι στο ασημένιο ρεύμα του ποταμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άργυρος + ρυτός < ρέω].