ἀνάρτιος
From LSJ
Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt
English (LSJ)
ον,
A uneven, odd, Pl.Phd.104e, al. 2 at odds with one, hostile, Plu.2.1030a.
German (Pape)
[Seite 206] ungerade, Plat. Phaed. 104 e.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάρτιος: -ον, ὁ μὴ ἄρτιος, περιττός, ἀντίθετον τῷ ἄρτιος, Πλάτ. Φαίδων 104Ε, καὶ ἀλλ. 2) ἐχθρός, ὁ ἐχθρικῶς διακείμενος, ἀναρτίους δὲ τοὺς ἐχθροὺς καὶ τοὺς πολεμίους [καλοῦντας] Πλούτ. 2. 1030Α.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 c. ἀνάρσιος;
2 impair.
Étymologie: ἀ, ἄρτιος.
Spanish (DGE)
-ον impar ἡ τριάς Pl.Phd.104e, cf. Meth.Symp.3.3.
Greek Monolingual
ἀνάρτιος, -ον (Α)
1. (για αριθμό) αυτός που δεν είναι άρτιος, ο περιττός
2. εχθρός, αντίπαλος.