ἄρτιος
English (LSJ)
ἀρτία, ἄρτιον (ος, ον Aristid.Quint.1.25): (ἄρτι):—
A complete, perfect of its kind, suitable, exactly fitted, ἄ. ἀλλήλοισι σπόνδυλοι Hp.Art.45; ἄρτια βάζειν = speak to the purpose, Il.14.92, Od.8.240; ὅτι οἱ φρεσὶν ἄρτια ᾔδη = thought things in accordance with him, was of the same mind with him, Il.5.326, Od.19.248; ἄρτια μήδεσθαι Pi.O.6.94; meet, right, proper, Sol.4.40, Thgn.946; ἄρτιος εἴς τι = well-suited for... IG14.889.7 (Sinuessa); ἀρτιωτάτην ἔχειν τάξιν = most perfect, Philostr.VS1.21.3.
2 full-grown, Thphr.HP2.5.5; sound, of body and mind, νόος, σώμασιν, Thgn.154, D.S.3.33, cf. 2 Ep.Ti.3.17.
3 prepared, ready, c. inf., ἄρτιοι πείθεσθαι, ποιέειν, Hdt.9.27,48; καταβιῶναι Philostr.VS1.9.
II of numbers, perfect, i.e. even, opp. περιττός (odd), Epich.170.7, cf. Pl.Prt.356e, al.; ἄρτιοι πόδες = even number of feet, Arist.HA489b22; ἐν ἀρτίῃσι (sc. ἡμέρῃσι) happening on the even days, Hp.Epid.1.18; ἄρτια χώρα, of the even feet in iambic and trochaic verse, Heph.5.1, Aristid.Quint. l.c.
2 exact, precise, ἐτῶν ἀριθμὸν ὀγδοήκοντ' ἀρτίων Epigr.Gr.222b (Milet.).
III Adv. ἀρτίως just, newly, = ἄρτι, [Epich.] 251, freq. in S.
1 of present time, with pres., Aj.678, OT78, al.: with pf., OC892, al.
2 of the past, with impf., Tr.664,674, etc.: with aor., ib.346, OT243, etc.
3 with an Adj., ἀρτίως νεοσφαγής Aj.898.
4 closely fitting, καθηλῶσαί τί τινι Polyaen.3.11.13.
IV neut. pl. ἄρτια = ἀρτίως 2, AP6.234 (Eryc.).
Spanish (DGE)
-α, -ον
• Alolema(s): jón. fem. ἀρτίη Hsch.
• Morfología: [-ος, -ον Aristid.Quint.44.31, 48.19]
I gener.
1 concr. ajustado, encajado, emparejado οἱ σπόνδυλοι ... ἄρτιοί εἰσιν ἀλλήλοισιν las vértebras están emparejadas unas con otras Hp.Art.45, cf. Mochl.1, ἐὰν δὲ ἀρτία ᾖ τῷ τείχει ἡ κλίμαξ si la escalera queda pareja con el muro (op. ‘la que sobresale por encima’), Aen.Tact.36.2
•fig. que es clave ἀρτιωτάτην ἐπέχει τάξιν ἡ Σμύρνα καθάπερ ἐν τοῖς ὀργάνοις ἡ μαγάς Esmirna tiene el puesto clave (de todas las ciudades) como el puente en los instrumentos Philostr.VS 516
•subst., c. dat. cosa concordante, cosa pareja οἱ ἄρτια ᾔδη pensaba cosas de acuerdo con él, Il.5.326, Od.19.248.
2 de abstr.
•acciones, resultados ajustado, exacto, cabal ἄρτια πάντ' ἀποφαίνει lo muestra todo cabal Sol.3.32, cf. 39, ὑμῖν πάντ' ἄ. ἔσσεται Sol.4.8
•ζήσαντα ... ἐτῶν ἀριθμὸν ὀγδοήκοντ' ἀρτίων al que vivió ochenta años justos, GVI 2018.4 (Mileto III/II a.C.)
•apropiado, bueno ἄ. εἰς εὐφροσύνην IG 14.889.7 (Sinuesa I d.C.)
•esp. de la mente y pensamiento cabal, equilibrado, coherente ὅτῳ μὴ νόος ἄ. ᾖ Thgn.154, ἄρτια πάντα νοεῖν Thgn.946, φρένες E.Tr.417, cf. Diog.Oen.144.12
•neutr. plu. subst. cosas ajustadas, cosas cabales ἄρτια βάζειν decir cosas cabales, Il.14.92, Od.8.240, ἄ. μηδόμενος Pi.O.6.94, ἄ. ποιήσονται Arat.421.
3 de pers. de acuerdo, dispuesto, presto, pronto c. inf. ἄρτιοι εἶμεν πείθεσθαι ὑμῖν Hdt.9.27, cf. 53, ποιέειν Hdt.9.48
•abs. dispuesto, competente, eficaz ἵνα ἄ. ᾖ ὁ τοῦ θεοῦ ἄνθρωπος 2Ep.Tim.3.17, cf. Cyr.Al.M.68.913D, Gr.Nyss.Hom.in Eccl.6
•físicamente entero, sano, bien conformado de los trogloditas ἄρτιοι τοῖς σώμασιν D.S.3.33, cf. Philostr.VS 515, δέμας PMag.4.1976.
II en aritmética y mat.
1 de números par ἀριθμός (op. περισσός ‘impar’) Epich.152.7, cf. Philol.B 5, Pl.Lg.895e
•el (número) par como στοιχεῖον o elemento del número Pythag.B 5, B 29, τοῦ ἀρτίου γένεσις Pythag.B 26
•ἡ τοῦ ἀρτίου ἰδέα Pl.Phd.104b
•asignado a las divinidades infernales τὰ ἄρτια καὶ δεύτερα καὶ ἀριστερά Pl.Lg.717a, cf. Plu.2.363 (= Philol.A 14)
•que en una serie tiene posición par subst. τὸ ἄ. el día par Hp.Acut.13, tb. fem. plu. αἱ ἄρτιαι los días pares Hp.Epid.1.18, metr. ἀ. χώρα pie par Heph.5.1, subst. αἱ ἄρτιοι (χῶραι) las posiciones pares Aristid.Quint.44.31, 48.19
•neutr. plu. ἄρτια los pares jugada de dados, Eub.57.2.
2 que tiene número par de δεκάδαρχοι X.Eq.Mag.2.6, πάντα ζῷα ἀρτίους ἔχει πόδας Arist.HA 489b22, πλευραί de un polígono, Archim.Sph.Cyl.1.22, cf. Hero Geom.9.
III adv. ἀρτίως
1 ajustadamente κατηλώσας ἀρτίως τῷ καταστρώματι Polyaen.3.11.13
•cabalmente, coherentemente, exactamente λέλεκται Epich.261.
2 completamente τὰ κρινόμενα καὶ τὰ κεκριμένα ἀρτίως las enfermedades en proceso de crisis y las que lo han culminado totalmente Hp.Aph.1.20.
3 temp. justamente ahora, ahora mismo, hace un instante ἀρτίως μὲν ἀ χρυσοπέδιλος Αὔως Sapph.123, cf. 98a10 ἐξέφηνην ἀρτίως ἐμοί S.OT 243, ἐπίσταμαι γὰρ ἀρτίως pues acabo de saber S.Ai.678, cf. OT 78, E.Alc.531, Ar.Ach.337, Epicur.[26.30] 4, ὅσ' ἀρτίως ἔδρων S.Tr.664, cf. 674, Ar.Ach.1170, πέπονθα S.OC 892, ὄλωλεν E.Med.1125, Ar.Nu.726, cf. V.11, 15, ἔλεξεν S.Tr.346, ἐπὶ τῶν ἀρτίως ῥεθέντων Arist.Top.150b18, cf. Epicur.Fr.[26.40] 16, Plb.2.40.6, Eus.E.Th.2.25
•op. τότε LXX 2Re.15.34, cf. SB 9770.1 (VI d.C.)
•c. adj. y subst. ἀρτίως νεοσφαγής S.Ai.898, πρὸς τὸν ἀρτίως πόσιν al recién casado E.Med.1178.
4 en pequeña medida, apenas (τὰ εἴδωλα) ἀρτίως ἀν[τικόπ] τοντα Epicur.Fr.[24.20] 3.
German (Pape)
[Seite 362] (ἄρω), 1) angemessen, passend; Hom. viermal, ὅς τις ἐπίσταιτο ᾗσι φρεσὶν ἄρτια βάζειν, Verständiges zu reden, Od. 8, 240 Iliad. 14, 92; ὅτι οἱ φρεσὶν ἄρτια ᾔδη, er war eines Sinnes mit ihm, Iliad. 5, 326 Od. 19, 248; – ἄρτια μηδόμενος Pind. Ol. 6, 94; ἄρτιος ποιεῖν τι, πείθεσθαι, bereit, Her. 9, 48. 27. 53; καὶ εὔκοσμα πάντ' ἀποφαίνει Sol. frg. bei Dem. 19, 255. – 2) vollkommen, unversehrt, φρένες Eur. Tr. 417; τὼ πόδε, dem χωλευθῆναι entggstzt, Luc. sacrif. 6. – Von Zahlen, gerade, in der Prosa die gew. Bdtg, entggstzt περισσός. – Adv. ἀρτίως, vollkommen passend; gew. = ἄρτι, eben; Soph.; Plat., mit praes. u. praeterit., seltner als ἄρτι, καθάπερ ἀρτίως εἴπομεν Phil. 15 a; vgl. Xen. Oec. 2, 11.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 bien proportionné : οἷ φρεσὶν ἄρτια ᾔδη (ou ᾔδει) IL, OD ses pensées étaient à l'unisson des siennes, il n'avait avec lui qu'un esprit et un cœur ; abs. ἄρτια βάζειν IL, OD prononcer des paroles justes, sages;
2 bien disposé pour, propre à, prêt à, inf.;
NT: bien agencé, accompli, parfait.
Étymologie: ἄρτι.
English (Autenrieth)
(root ἀρ): suitable; only pl., ἄρτια βάζειν, ‘sensibly,’ Il. 14.92, Od. 8.240; ὅτι οἱ φρεσὶν ἄρτια ἤδῃ, was a ‘congenial spirit,’ Il. 5.326, Od. 19.248.
English (Slater)
ἄρτῐος proper, right Ἱέρων ἄρτια μηδόμενος (O. 6.94)
English (Strong)
from ἄρτι; fresh, i.e. (by implication) complete: perfect.
English (Thayer)
ἀρτια, ἀρτιον (ἈΡΩ to fit (cf. Curtius, § 488));
1. fitted.
2. complete, perfect (having reference apparently to 'special aptitude for given uses'); Song of Solomon 2Timothy 3:17 (cf. Ellicott at the passage; Trench, § xxii.). (In Greek writings from Homer down.)
Greek Monolingual
-α, -ο (AM ἄρτιος, -ία, -ιον) άρτι
1. τέλειος, ακέραιος, πλήρης
2. ζυγός (αριθμός)
αρχ.
Greek Monotonic
ἄρτιος: -α, -ον (ἄρτι)·
I. 1. ολόκληρος, πλήρης, τέλειος στο είδος του, κατάλληλος, ακριβώς προσαρμοσμένος· ἄρτια βάζειν, λέγω τα κατάλληλα, τα πρέποντα λόγια (πρβλ. ἀρτιεπής), σε Όμηρ.· ἄρτια ᾔδη, σκεφτόταν πράγματα σωστά αρμοσμένα, ήταν της ίδιας διάνοιας, στον ίδ.· κατάλληλος, πρέπων, αρμόζων, σε Σόλ., Θέογν.
2. με απαρ., προετοιμασμένος, έτοιμος να κάνει ένα πράγμα, σε Ηρόδ.
II. λέγεται για αριθμούς, τέλειος, δηλ. άρτιος, αντίθ. προς το περισσός (περιττός), σε Πλάτ. κ.λπ.
III. επίρρ., ἀρτίως, πριν λίγο, πρωτίστως τώρα, όπως ἄρτι, σε Σοφ.· από κοινού, για ενεστωτική σημασία με ενεστ. και παρακ.· και για το παρελθόν με παρατ. και αόρ.
Russian (Dvoretsky)
ἄρτιος:
1 подходящий, подобающий (ἄρτια βάζειν Hom. и μήδεσθαι Pind.);
2 соответствующий, совпадающий: οἱ φρεσὶν ἄρτια ᾔδη Hom. он жил с ним душа в душу;
3 парный, четный (ἀριθμός Plat., Arst., Plut.; πόδες Arst.);
4 здоровый, невредимый (φρένες Eur.; σώμασιν Diod.; τὼ πόδε Luc.);
5 вполне подготовленный, готовый (ποιέειν τι Her.).
Middle Liddell
ἄρτι
I. complete, perfect of its kind, suitable, exactly fitted; ἄρτια βάζειν to speak to the purpose (cf. ἀρτιεπής), Hom.; ἄρτια ᾔδη thought things agreeable, was of the same mind, Hom.:— meet, right, proper, Solon, Theogn.
2. c. inf. prepared, ready, to do a thing, Hdt.
II. of numbers, perfect, i. e. even, opp. to περισσός (odd), Plat., etc.
III. adv. ἀρτίως, just, now first, like ἄρτι, used by Soph. both of present time with pres. and perf.; and of past with imperf. and aor.
Chinese
原文音譯:¥rtioj 阿而提哦士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:裝備的
字義溯源:新到的,完備的,完全的,能幹的,美好的;源自(ἄρτι)=現在);而 (ἄρτι)出自(αἴρω)*=懸掛)
同源字:1) (ἄρτιος)完備的 2) (ἐξαρτίζω)備妥 3) (καταρτίζω)徹底完成 4) (προκαταρτίζω)預先準備
出現次數:總共(1);提後(1)
譯字彙編:
1) 完全(1) 提後3:17