αὐγίτης

Revision as of 06:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

(sc. λίθος), ὁ, a

   A precious stone, Plin.HN37.147:—fem. αὐγ-ῖτις, ίδος, ἡ, = ἀναγαλλὶς ἡ Φοινικῆ, Ps.-Dsc.2.178.

Spanish (DGE)

-ου
(λίθος) una piedra preciosa de formación volcánica, Plin.HN 37.147.

Greek Monolingual

ο (Α αὐγίτης) αυγή
ορυκτό σκούρο με υελώδη λάμψη (πυριτικό άλας του ασβεστίου, μαγνησίου, σιδήρου, τιτανίου και αργιλίου)
νεοελλ.
1. το άστρο της αυγής, ο αυγερινός
2. είδος μανιταριού.