αυγερινός

From LSJ

καὶ νῦν περὶ ἀρετῆς ὃ ἔστιν ἐγὼ μὲν οὐκ οἶδα, σὺ μέντοι ἴσως πρότερον μὲν ᾔδησθα πρὶν ἐμοῦ ἅψασθαι, νῦν μέντοι ὅμοιος εἶ οὐκ εἰδότι → so now I do not know what virtue is; perhaps you knew before you contacted me, but now you are certainly like one who does not know

Source

Greek Monolingual

ο (Μ αὐγερινός)
το άστρο της αυγής, η Αφροδίτη (μσν. και ως «αὐγερινὸς ἀστήρ»)
νεοελλ.
αυτός που γίνεται την αυγή, ο πρωινός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυγή (κατά τα εσπερινός, καθημερινός, σημερινός κ.ά.)].