ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time
f. ἀποκλῄσω, ao. ἀπέκλῃσα, pf. ἀποκέκλῃκα;c. ἀποκλείω.
v. ἀποκλείω.
ἀποκλῄω: атт. = ἀποκλείω.