Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
Full diacritics: βεβρώθοις | Medium diacritics: βεβρώθοις | Low diacritics: βεβρώθοις | Capitals: ΒΕΒΡΩΘΟΙΣ |
Transliteration A: bebrṓthois | Transliteration B: bebrōthois | Transliteration C: vevrothois | Beta Code: bebrw/qois |
A v. βιβρώσκω.
βεβρώθοις: ἴδε ἐν λ. βιβρώσκω.
2ᵉ sg. pf. opt. épq. de βιβρώσκω.
v. βιβρώσκω.
βεβρώθοις: βλ. βιβρώσκω· βέβρωκα, παρακ. του ίδ., βεβρώσομαι, Παθ. μελ.