ἀμφιβατήρ
From LSJ
συνερκτικός γάρ ἐστι καὶ περαντικός, καὶ γνωμοτυπικὸς καὶ σαφὴς καὶ κρουστικός, καταληπτικός τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ → he's intimidative, penetrative, aphoristically originative, clear and aggressive, and superlatively terminative of the obstreperative
German (Pape)
[Seite 136] ὁ, Vertheidiger, Synes. hymn.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφιβατήρ: ῆρος, ὁ, ὑπερασπιστής, φύλαξ, ἐπὶ ἀγγέλων, Συνέσ. σ. 324.
Spanish (DGE)
-ῆρος, ὁ
defensor, guardián κόσμου μοίρας ἐφέπουσι σοφοὶ ἀμφιβατῆρες Synes.Hymn.1.286.
Greek Monolingual
ἀμφιβατὴρ (-ῆρος), ο (Α) ἀμφιβαίνω
(για αγγέλους) υπερασπιστής, φύλακας, προστάτης.