ὀλίγοι τινὲς ὧν ἐντετύχηκα → a very few whom I've met
ἡ,
A growth, Hdn.Gr.1.311.
-ης, ἡ crecimiento Hdn.Gr.1.311.
ἄλδη, η (Α) ἀλδαίνωαύξηση.