ἁμαξουργία
From LSJ
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
English (LSJ)
ἡ,
A = ἁμαξοπηγία, Thphr.HP3.10.1.
German (Pape)
[Seite 116] ἡ, Stellmacherei, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ἁμαξουργία: ἡ, = ἁμαξοπηγία, Θεοφρ. Ἱ. Φ. 3. 10, 1.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ fabricación de carros Thphr.HP 3.10.1.
Greek Monolingual
η (Α ἁμαξουργία) αμαξουργός
η αμαξοποιία.