γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)
épq. c. ἡμᾶς, acc. de ἡμεῖς.
see ἡμεῖς.
v. ἐγώ.
(Μ ἀμμέ)βλ. αμέ.