ἀμφίκρηνος
From LSJ
English (LSJ)
ον, Ion. for ἀμφίκρανος, q. v.
German (Pape)
[Seite 140] πῖλος, den Kopf umgebend, Philipp. 5 (VI, 90).
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφίκρηνος: -ον, Ἰων. ἀντὶ ἀμφίκρανος, ὃ ἴδε.
Spanish (DGE)
v. ἀμφίκρανος.
Greek Monotonic
ἀμφίκρηνος: -ον, Ιων. αντί ἀμφίκρᾱνος.