πολυτρεφής
From LSJ
Oἱ δὲ Ἀθηναῖοι ἦσαν ἐν μεγάλῳ κινδύνῳ... (adaptation of Herodotus 6.105) → The Athenians were in great danger...
English (LSJ)
ές,
A = πολυτραφής, ὕδωρ Nonn.D.40.362 (s.v.l.).
Greek Monolingual
-ές, ΜΑ
πολυτραφής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -τρεφής (< τρέφος < τρέφω), πρβλ. απαλο-τρεφής].