ἀναμορφόω
From LSJ
English (LSJ)
A transform, εἴς τι Philostr.Jun.Im.4.
German (Pape)
[Seite 198] umgestalten, Sp., wie Philostr.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναμορφόω: ἀναμορφώνω, σχηματίζω ἐκ νέου, ἀνακαινίζω, Ἐκκλ. 2) μεταμορφώνω, εἴς τι φιλόστ. 869.
Spanish (DGE)
1 c. ac. compl. dir. y εἰς transformar ἐς βούκερων ἀναμορφώσας ἑαυτὸν ὁ ποταμός Philostr.Iun.Im.4.3, εἰκόνα ... εἰς κάλλους Anast.Ant.Serm.M.89.1385A.
2 c. ac. compl. dir. conformar de nuevo (ψυχήν) τὸ Πνεῦμα δι' ὕδατος Gr.Naz.M.35.773C, (εἰκόνα) χρώμασιν Procl.CP Annunt.M.85.432B
•en v. pas. διὰ Χριστοῦ ἀναμορφούμεθα Ammon.Io.M.85.1409B.