ἀνθρωποφανής
From LSJ
Εἰ μὲν ἐπ' ἀμφοτέροισιν, Ἔρως, ἴσα τόξα τιταίνεις, εἶ θεός (Rufinus, Greek Anthology 5.97) → If, Eros, you're stretching your bow at both equally, then you're a god.
German (Pape)
[Seite 235] ές, als Mensch erscheinend, Menschen ähnlich, K. S.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθρωποφᾰνής: -ές, (φαίνομαι) ὁ φαινόμενος ὡς ἄνθρωπος, Φιλοστοργ. 497Β.
Spanish (DGE)
-ές que tiene apariencia humana Philost.HE 3.11.
Greek Monolingual
ἀνθρωποφανής (-οῡς), -ές (Μ)
αυτός που έχει ανθρώπινη εμφάνιση.