ἀπαρασημείωτος
From LSJ
μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling
English (LSJ)
ον, = ἀπαρασήμαντος (unnoticed), Dsc. Prooem. 1.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαρασημείωτος: -ον, = τῷ προηγ., Διοσκ. Προοιμ.
Spanish (DGE)
-ον
no señalado, olvidado τινας βοτάνας ἀ. εἴασαν Dsc.proem.1.