βουβότας

From LSJ
Revision as of 12:00, 3 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "DMic." to "Diccionario Micénico")

Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?

Source

English (Slater)

βουβότας
   a giving pasturage for oxen βουβόται τόθι πρῶνες ἔξοχοι κατάκεινται Δωδώναθεν ἀρχόμενοι (N. 4.52)
   b pro subs., herdsman καὶ τὸν βουβόταν οὔρει ἴσον Ἀλκυονῆ (βουβόταν δὲ τὸν βουκόλον φησί, παρόσον τὰς Ἡλίου βοῦς ἀπήλασεν. Σ.) (I. 6.32)

Spanish (DGE)

-ου, ὁ 1 pasto de vacas βουβόται τόθι ... κατάκεινται Pi.N.4.52.
2 boyero τὸν βουβόταν ... Ἀλκυονῆ Pi.I.6.32. • Diccionario Micénico: qo-u-qo-ta, qo-qo-ta-o.