ἐν δὲ μηνὸς πρῶτον τύχεν ἆμαρ → it chanced to be on the first of the month, that day fell on the first of the month
rizarse el pelo, Ach.Tat.1.19.1.
βοστρυχοῦμαι (βοστρυχόομαι) (AM) βόστρυχοςέχω ή αποκτώ βοστρύχους.