τίς οὖν ἡ ταύτης περιουσίαν → what is its chance of being saved
dor. c. δηρόβιος.
(δᾱρόβιος) -ον de larga vida θεοί A.Th.524.
δᾱρόβιος: дор. = *δηρόβιος.