δειπνοθήρας

From LSJ
Revision as of 06:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δειπνοθήρας Medium diacritics: δειπνοθήρας Low diacritics: δειπνοθήρας Capitals: ΔΕΙΠΝΟΘΗΡΑΣ
Transliteration A: deipnothḗras Transliteration B: deipnothēras Transliteration C: deipnothiras Beta Code: deipnoqh/ras

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A = δειπνολόχος, Ph.1.665.

German (Pape)

[Seite 540] ὁ, Gastmahljäger, Schmarotzer, Philo.

Greek (Liddell-Scott)

δειπνοθήρας: -ου, ὁ, = δειπνολόχος, ὁ κυνηγῶν τὰ δεῖπνα, παράσιτος, Φίλων 1. 665.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ cazador de cenas, parásito ἀντ' ἐλευθέρου δοῦλος ὁ δ. Ph.1.665.

Greek Monolingual

ο (AM δειπνοθήρας)
αυτός που επιδιώκει φορτικά να μετέχει σε δείπνα, έστω και απρόσκλητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δείπνον + -θηρας < θήρα «κυνήγι»].