δερματοχίτων
From LSJ
Ἤθη πονηρὰ τὴν φύσιν διαστρέφει → Bonae indolis venena sunt mores mali → Verdorbne Sitten sind verderblich der Natur
English (LSJ)
[ῐ], ωνος, ὁ,
A wearing a leathern jerkin, Sch.Lyc.634.
Spanish (DGE)
-ωνος que lleva una túnica de cuero, Gloss.2.180.
Greek Monolingual
δερματοχίτων (-ωνος), ο, η (Α)
αυτός που φορά δερμάτινο χιτώνα.