διακονίζω

From LSJ
Revision as of 06:29, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)

Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticumWegzehrung für das Alter sorge stets dir vor

Menander, Monostichoi, 154

German (Pape)

[Seite 583] = διακονέω, VLL., aber l. d.

Spanish (DGE)

administrar en v. pas. ἡ διακονισαμένη (χάρις) τῇ ἐν ἀνθρώποις αὐτοῦ (τοῦ Ὑιοῦ) παρόδῳ λέλεκται κεχαριτωμένη Origenes Fr.in Ps.44.3 (p.40), cf. Sch.Nic.Th.349b (cód.).

Greek Monolingual

και διακονίζομαι (Μ διακονίζω)
διακονεύω, ζητιανεύω.