διοπτρίτης
From LSJ
ὁ ὑπεράπειρον ἔχων τῆς ἀγαθότητος τὸ ἀνεξιχνίαστον πέλαγος → who possesses an infinite and inscrutable sea of goodness
English (LSJ)
[
A ρῑ] λίθος talc, PHolm. 3.39.
Spanish (DGE)
-ου
translúcido, transparente διοπτερίτης (sic) λίθος prob. el talco PHolm.14.