διοιστρέω

From LSJ
Revision as of 12:24, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

Ξίφος τιτρώσκει σῶμα, τὸν δὲ νοῦν λόγος → Ut corpus ensis, verba mentem sauciant → Das Schwert verletzt den Körper, doch den Sinn das Wort

Menander, Monostichoi, 393
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διοιστρέω Medium diacritics: διοιστρέω Low diacritics: διοιστρέω Capitals: ΔΙΟΙΣΤΡΕΩ
Transliteration A: dioistréō Transliteration B: dioistreō Transliteration C: dioistreo Beta Code: dioistre/w

English (LSJ)

strengthd. for οἰστρέω, D.S.4.12, Philostr.VA1.33 (Pass.).

Greek (Liddell-Scott)

διοιστρέω: ἐπιτεταμ. οἰστρέω, Διόδ. 4. 12, Φιλόστρ. 42, ἐν τῷ παθ.

Spanish (DGE)

1 recorrer excitadamente, saltar por θύννοι διοιστρήσοντι Γαδείρων δρόμον Theodorid.SHell.744 (cj., v. ap. crít.).
2 fig. excitar en v. pas. τῆς εὐωδίας ... τοῦ οἴνου προσπεσούσης τοῖς ... Κενταύροις συνέβη διοιστρηθῆναι τούτους D.S.4.12, cf. Philostr.VA 1.33, ὑπὸ φθόνου καὶ λύσσης Eun.Hist.20.5.

Russian (Dvoretsky)

διοιστρέω: сильно раздражать, возбуждать (διὰ τὴν δύναμιν τοῦ οἴνου διοιστρηθῆναι Diod.).