δολιόμητις
English (LSJ)
ιδος, ὁ, ἡ,
A crafty-minded, A.Supp.750 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 654] ιδος, listiges Sinnes, Aesch. Suppl. 731, nach Wellauer.
Greek (Liddell-Scott)
δολιόμητις: -ιδος, ὁ, ἡ, δολιόφρων, πανοῦργος, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 750.
French (Bailly abrégé)
ιδος (ὁ, ἡ)
à l’esprit perfide.
Étymologie: δόλιος, μῆτις.
Spanish (DGE)
-ιδος
astuto, taimado οὐλόφρονες δὲ καὶ δολ<ι>ομήτιδες de los egipcios, A.Supp.750.
Greek Monolingual
δολιόμητις, ο (Α)
πανούργος.