ἔγκρυπτος
From LSJ
Ὁ γράμματ' εἰδὼς καὶ περισσὸν νοῦν ἔχει → Qui litteras didicere, mentis plus habent → Wer schreiben kann, hat auch bedeutenden Verstand
English (LSJ)
A = ἐγκρυφίας, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
ἔγκρυπτος: -ον, κεκρυμμένος, ἔγκρυπτος δικαιοσύνη Θεοδώρητ. 2) αὐσιαστ., «πέμματος εἶδος» Ἡσύχ.
Spanish (DGE)
-ον
cocido entre cenizas, ἄρτος glos. a ἐσχαρίτης Hsch.
•subst. ὁ ἐ. un tipo de torta Hsch.