εἰσέλασις

Revision as of 07:06, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (10)

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A charge, of scythe-chariots, Plu.Art.7.

German (Pape)

[Seite 742] ἡ, das Eindringen, Plut. Artax. 7.

Greek (Liddell-Scott)

εἰσέλᾰσις: -εως, ἡ, τὸ εἰσελαύνειν, εἰσβολή, Πλουτ. Ἀρτοξ. 7.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
carga, ataquede carros διακόψοντα τὰς τάξεις βίᾳ τῆς εἰσελάσεως Plu.Art.7, τῶν ἵππων Sch.Er.Il.15.258-259.

Greek Monolingual

εἰσέλασις, η (Α)
1. εισβολή
2. είσοδος στην πόλη με θριαμβευτική πομπή.