ἐμποδιζομένως
From LSJ
οὐετρανοὶ οἱ χωρὶς χαλκῶν → veterans who have not received bronze copies of the privileges granted on discharge
German (Pape)
[Seite 815] gehindert, mit Hindernissen, καὶ ἰσχομένως πορεύεσθαι Plat. Crat. 415 c.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμποδιζομένως: ἐπίρρ. μετοχ. παθ. ἐνεστ., ὥσπερ ἐν δεσμοῖς, τὸ ἰσχομένως τε καὶ ἐμποδιζομένως πορεύεσθαι Πλάτ. Κρατύλ. 415C.
Spanish (DGE)
adv. formado sobre el part. pres. pas. de ἐμποδίζω con trabas, con impedimentos ἰσχομένως καὶ ἐ. πορεύεσθαι Pl.Cra.415c.
Russian (Dvoretsky)
ἐμποδιζομένως: с препятствиями, с помехами (πορεύεσθαι Plat.).