sentencia
From LSJ
Spanish > Greek
γνωμάτευμα, γνωμικός, γνωμολογία, γνῶσις, δίκη, διάληψις, διαγνώμη, διαδικασία, δικαιωτήριον, δόγμα, δόκημα, δόξα, ἀπόκρισις, ἀπόφασις, ἀπόφθεγμα, ἀπόφθεγξις, ἅδος, ἔνδειξις
γνωμάτευμα, γνωμικός, γνωμολογία, γνῶσις, δίκη, διάληψις, διαγνώμη, διαδικασία, δικαιωτήριον, δόγμα, δόκημα, δόξα, ἀπόκρισις, ἀπόφασις, ἀπόφθεγμα, ἀπόφθεγξις, ἅδος, ἔνδειξις