προσορέω
From LSJ
ὦ Θάνατε Θάνατε, νῦν μ' ἐπίσκεψαι μολών → o Death, Death, come now and lay your eyes on me | o death death, come now and look upon me
English (LSJ)
(ὅρος)
A border on, οἱ προσοροῦντες τῇ Μακεδονίᾳ Θρᾷκες Plb.10.41.4; τὰ προσοροῦντα [τῇ Χερσονήσῳ] τῆς Εὐρώπης Id.21.46.9.
German (Pape)
[Seite 775] angränzen, τινί, Pol., τοὺς προσοροῦντας τῇ Μακεδονίᾳ Θρᾷκας, 10, 41, 4. 22, 27, 9.