προσχάσκω

From LSJ
Revision as of 11:03, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_5)

στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσχάσκω Medium diacritics: προσχάσκω Low diacritics: προσχάσκω Capitals: ΠΡΟΣΧΑΣΚΩ
Transliteration A: proscháskō Transliteration B: proschaskō Transliteration C: proschasko Beta Code: prosxa/skw

English (LSJ)

aor. προσέχᾰνον: pf. in pres. sense προσκέχηνα:—

   A gape, or stare open-mouthed at one, μηδὲ . . χαμαιπετὲς βόαμα προσχάνῃς ἐμοί fall not prostrate before me with loud cries, A.Ag.920.    2 gape eagerly at, be greedy for, τῷ λεγομένῳ προσκεχηνέναι παιδικῶς Plb.4.42.7; τῷ εἴδει τινός J.AJ11.3.5, cf. Ph.2.560.

Greek (Liddell-Scott)

προσχάσκω: ἀόρ. προσέχᾰνον· πρκμ. μὲ σημασ. ἐνεστ., προσκέχηνα. Χάσκω μὲ ἀνοικτὸν τὸ στόμα ἐνώπιόν τινος, μὴ χαμαιπετὲς βόαμα προσχάνῃς ἐμοί, μὴ προσπέσῃς ἐνώπιόν μου μὲ μεγάλας κραυγάς, Αἰσχύλ. Ἀγ. 920. 2) χάσκω πρός τι, εἶμαι ἄπληστος διά τι, ὡς τὸ Λατ. inhiare, προσκεχηνέναι τινὶ Πολύβ. 4. 42, 7, Φίλων 2. 560.