desviarse
From LSJ
διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)
Spanish > Greek
ἀποκλίνω, ἐκνεύω, ἀποπηδάω, ἀμφαλλάσσω, ἀποκάμπτω, ἐκκλίνω, ἐκτρέπομαι, ἐκτροπαλίζομαι, διακλίνω, ἀπονεύω, ἐκκρούω, ἀποπλανάω