ἀποκάμπτω

From LSJ

πρὸ τῆς φύσεως ἥκειν εἰς θάνατον → die before the natural term, die before one's time

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποκάμπτω Medium diacritics: ἀποκάμπτω Low diacritics: αποκάμπτω Capitals: ΑΠΟΚΑΜΠΤΩ
Transliteration A: apokámptō Transliteration B: apokamptō Transliteration C: apokampto Beta Code: a)poka/mptw

English (LSJ)

intr.,
A turn aside, wheel, opp. ὀρθοδρομεῖν, X.Eq.7.14; ἀ. ἐκ τῆς ὁδοῦ Thphr. Char.22.9; ἀ. ἔξω τοῦ τέρματος, of chariots, Arist.Rh.1409b23.
2 ἀποκεκαμμένον ῥάμφος curved beak, Horap.2.96.

Spanish (DGE)

I tr. curvar ἀποκάμψας τῆς μήλης τὸ ἄκρον habiendo curvado el extremo de la sonda Hp.Fist.4.
II intr.
1 desviarse, torcerse hacia un lado en equitación, op. ὀρθοδρομεῖν X.Eq.7.14
en v. med.-pas. curvarse de venas αἱ δὲ ἀποκαμφθεῖσαι κάτω Hp.Epid.2.4.1, ἑκατέρωθεν ἀποκαμφθεῖσα Hp.ib.
part. perf. corvo ἀετὸν ἀποκεκαμμένον ἔχοντα τὸ ῥάμφος Horap.2.96.
2 c. gen. o ἐκ c. gen. darse la vuelta ἀποκάμψας ἐκ τῆς ὁδοῦ Thphr.Char.22.9
fig. apartarse de τῶν ῥητορικῶν ... λόγων Diog.Oen.24.1.4S.
torcer, dar la vuelta ἀποκάμπτοντες τοῦ τέρματος Arist.Rh.1409b23.

German (Pape)

[Seite 305] ablenken (Pferde vom geraden Wege), Xen. Equ. 7, 14.

French (Bailly abrégé)

faire un détour.
Étymologie: ἀπό, κάμπτω.

Russian (Dvoretsky)

ἀποκάμπτω: сворачивать в сторону, делать круг Xen., Arph.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποκάμπτω: ἀμεταβ., ἀποκλίνω, ἀποκάμπτω ἐκ τῆς εὐθείας ὁδοῦ, ἀντιτίθεται πρὸς τὸ ὀρθοδρομῶ, Ξεν. Ἱππ. 7. 14· οἱ ἐξωτέρω ἀποκάμπτοντες τοῦ τέρματος, ἐπὶ ἁρματηλασίας, Ἀριστ. Ρητ. 3. 9, 6.

Greek Monolingual

ἀποκάμπτω (Α)
αποκλίνω, παρεκκλίνω.

Greek Monotonic

ἀποκάμπτω: μέλ. -ψω, αμτβ., αποκλίνω, κάνω παράκαμψη από την ευθεία οδό, σε Ξεν.

Middle Liddell

intr. to turn off or aside, Xen.