ἀποκλίνω
μηδενὶ συμφορὰν ὀνειδίσῃς, κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → never mock a disaster, fate is common to all and the future unknown
English (LSJ)
[ῑ], fut. ἀποκλῐνῶ:—Pass., aor. ἀπεκλίθην, poet.
A ἀπεκλίνθην Theoc.3.37:—turn off or turn aside, ὄνειρον Od.19.556; αὐγήν Sor.1.100; turn back, h.Ven.168: metaph., τὴν διάνοιαν Simp.in Ph.1164.39:—Pass. (cf. 111.1), slope away, of countries, τὰ πρὸς τὴν Γελῴαν ἀποκεκλιμένα D.S.13.89; of the day, decline towards evening, ἀποκλινομένης τῆς μεσαμβρίης, ἀποκλινομένης τῆς ἡμέρης, Hdt.3.104, 114, 4.181.
II Pass., to be upset, D.55.24, Plu.Galb. 27.
III more freq. intr. in Act.,
1 of countries, slope, ὡς πρὸς τὰς ἄρκτους Plb.3.47.2.
2 turn aside or turn off the road, X.An. 2.216, Theoc.7.130: hence, τὸ πρὸς τὴν ἠῶ ἀποκλίνοντι = as one turns to go eastward, Hdt.4.22.
3 slip off, στέφανον ἀποκλίνοντα τῆς κεφαλῆς Philostr.Im.1.14.
4 with a bad sense, fall away, decline, S.OT1192 (lyr.); ἐπὶ τὸ ῥαθυμεῖν D.1.13; πρὸς θηριώδη φύσιν Pl.Plt. 309e: generally, tend, incline, πρὸς τὰς ἡδονάς Arist.EN1121b10, cf. Pl.R.547e; ἀποκλίνω ὡς πρὸς τὴν δημοκρατίαν, ἀποκλίνω ὡς πρὸς τὴν ὀλιγαρχίαν, Arist. Pol.1293b35, 1307a15; ἀποκλίνω εἴς τινα τέχνην Pl.Lg.847a; ἀποκλίνω πρὸς τὸ κόσμιον ib.802e; to be favourably disposed, πρός τινα D.23.105.
5 Astrol., of planets, enter the ἀπόκλιμα (q.v.), opp. ἐπίκεντρος εἶναι, Plot.2.3.1, cf. 3, Ptol.Tetr.115.
Spanish (DGE)
• Prosodia: [-ῑ-]
• Morfología: [aor. pas. -εκλίνθην Theoc.3.38]
I tr.
1 apartar, desviar ὑποκρίνασθαι ὄνειρον ἄλλῃ ἀποκλίνοντα interpretar un sueño dándole otro sentido, Od.19.556, αὐγήν Sor.76.15
•fig. τὴν διάνοιαν Simp.in Ph.1164.39.
2 inclinar αὐχένα Stesich.15.2.14S., τὴν κεφαλήν Plu.2.760a, ἀποκλίνασα καρήατα Call.Del.236, en v. med. Call.Del.209 (tm.)
•volcar, derramar en v. pas. ἐλαίου δ' ἀποκλιθῆναι μὲν κεράμιον D.55.24, cf. Plu.Galb.27.
3 c. ac. y εἰς y ac. llevar εἰς αὖλιν ... βοῦς h.Ven.168, τὴν κιβωτὸν ... εἰς οἶκον LXX 2Re.6.10.
II intr.
1 c. gen. caer στέφανον ἀποκλίνοντα τῆς κεφαλῆς Philostr.Im.1.14
•abs. salirse del camino X.An.2.2.16, JHS 74.98E.19 (Cauno I d.C.), Theoc.7.130
•desaparecer S.OT 1192.
2 c. prep. πρός, εἰς, ἐπί, παρά y ac. marchar, dirigirse τὸ πρὸς τὴν ἠῶ ἀποκλίνοντι locución adv. para el que gira en dirección a la aurora e.d. al este Hdt.4.22
•desviarse πρὸς τὴν νότιον παραλίαν Str.3.3.1, ἐφ' ἕτερον μέρος Plb.12.4.12
•tender, inclinarse a πρὸς θηριώδη ... φύσιν Pl.Plt.309e, ἐπὶ δὲ θυμοειδεῖς τε καὶ ἁπλουστέρους (ἄνδρας) ἀποκλίνειν Pl.R.547e, εἴς τινα τέχνην Pl.Lg.847a, πρὸς τὸ κόσμιον Pl.Lg.802e, ἐπὶ τὸ ῥαθυμεῖν D.1.13, πρὸς τὰς ἡδονάς Arist.EN 1121b10, πρὸς τὴν δημοκρατίαν Arist.Pol.1293b35, πρὸς τὴν ὀλιγαρχίαν Arist.Pol.1307a15
•estar bien dispuesto πρὸς Κερσοβλέπτην δ' ἀποκλίνειν ὑμᾶς D.23.105, cf. Plu.2.143b
•inclinarse, tomar el partido de ἐπὶ τὰς ἐκείνου τύχας Isoc.4.163
•estar inclinado, estar orientado de las vértebras παρὰ σπονδύλους καὶ πλευράς Hp.Oss.10, de regiones πρὸς τὰς ἄρκτους Plb.3.47.2, τὰ πρὸς τὴν Γελῴαν ἀποκεκλιμένα D.S.13.89.
3 en v. med. declinar, disminuir del día, etc., ἀποκλινομένης δὲ τῆς μεσαμβρίης Hdt.3.104, 114, ἡμέρα Hdt.4.181
•disminuir ἡ αἴσθησις τοῦ ... ἅπτεσθαι Porph.Abst.2.31.
4 en astr. entrar en el ἀπόκλιμα de los planetas, Plot.2.3.1, Ptol.Tetr.3.5.6.
III gram. regir un caso diferente οὐδὲ αἱ μετοχαὶ τὸ τοιοῦτον ἀποκλίνουσιν A.D.Synt.301.20.
German (Pape)
[Seite 307] 1) ablenken, Od. 19, 556; zurücklenken, H. h. Ven. 169; umstoßen, im pass., κεράμιον ἐλαίου Dem. 59, 24, vgl. Plut. Galb. 27. – 2) häufiger intr., vom Wege abgehen, δόξαντ' ἀποκλῖναι Soph. O. R. 1192 (Schol. ἐκπεσεῖν); Xen. An. 2, 2, 17, ausbiegen; νεὼς νῦν μὲν ὀρθῆς πλεούσης, νῦν δὲ ἀποκλινούσης Dio Chrys. II, 366; – sich hinneigen, bes. a) von Gegenden, die nach den Himmelsgegenden bestimmt werden, πρὸς τὴν ἠῶ Her. 4, 22; vgl. 3, 114; πρὸς τοὺς ἄρκτους Pol. 3, 47. – b) von der Tageszeit, ἡμέρας ἀποκλινομένης, der Tag neigt sich, Her. 4, 181; vgl. 3, 104. – c) von der Neigung, πρὸς τὸ κόσμιον Plat. Legg. VII, 802 e; εἴς τινα τέχνην VIII, 847 a; ἐπὶ τὰς τύχας Isocr. 4, 163; ἐπὶ τὸ ῥᾳθυμεῖν Dem. 1, 13; πρὸς τὴν ἡδονήν Arist. Eth. Nic. 10, 1, 3; öfter im tadelnden Sinne, πρὸς θηριώδη φύσιν Plat. Polit. 309 d; – ἀποκλῖναι καλῶς, zum Guten ausschlagen, Schol. Ar. Nubb. 583.
French (Bailly abrégé)
I. tr. 1 détourner : ὄνειρον ἄλλῃ OD donner à un songe un autre sens, une autre interprétation;
2 faire décliner ; Pass. décliner : ἀποκλινομένης τῆς μεσαμβρίης, τῆς ἡμέρης HDT la seconde partie du jour s'avançant, le jour baissant;
II. intr. 1 se détourner de son chemin ; πρὸς τὴν ἠῶ HDT se détourner pour aller vers l'Orient;
2 fig. se laisser aller, incliner : ἐπί τι vers qqe défaut.
Étymologie: ἀπό, κλίνω.
Russian (Dvoretsky)
ἀποκλίνω: (ῑ) (aor. pass. ἀπεκλίθην - Theocr. ἀπεκλίνθην)
1 отклонять, смещать, поворачивать(ся) (εἰς αὗλιν HH; ἐπ᾽ ἀριστερά Theocr.; τὰ πρὸς τὴν Γέλαν ἀποκεκλιμένα τῆς χώρας μἐρη Diod.);
2 перен. перетолковывать (ὄνειρον ἄλλῃ Hom.);
3 опрокидывать (ἀποκλινθέντος τοῦ φορείου Plut.);
4 pass. склоняться к закату (ἡμέρας ἀποκλινομένης Her.);
5 (о местности), быть обращенным (πρὸς τὴν ἠῶ Her.; πρὸς τὰς ἄρκτους Polyb.);
6 быть склонным, склоняться (πρός τι Plat., Arst., Plut., εἴς τι Plat., Plut. и ἐπί τι Isocr., Dem.);
7 быть благосклонным (πρός τινα Dem.);
8 кончаться, пропадать Soph.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποκλίνω: [ῑ]: μέλλ. -ῐνῶ: ― Παθητ., ἀόρ. -εκλίθην, ποιητ. -εκλίνθην, Θεόκρ. 3. 37: ― κλίνω τι πρὸς τὰ ἐκτὸς ἢ κατὰ μέρος, οὔ πως ἔστιν ὑποκρίνασθαι ὄνειρον ἄλλῃ ἀποκλίναντ’ Ὀδ. Τ. 556· στρέφω ὀπίσω, ἦμος δ’ ἄψ εἰς αὖλιν ἀποκλίνουσι νομῆες βοῦς τε καὶ ἴφια μῆλα Ὕμν, Ὁμ. εἰς Ἀφρ. 169: ― Παθ. (ὡς ἐν ΙΙΙ. 1), κλίνω πρὸς, εἶμαι κατωφερὴς προς..., ἐπὶ χωρῶν πρὸς τόπον, Διόδ. 13. 89· ἐπὶ τῆς ἡμέρας, ἀποκλίνω, κλίνω πρὸς τὴν ἑσπέραν, ἀποκλινομένης τῆς μεσημβρίης, τῆς ἡμέρης, Ἡρόδ. 3. 104, 114., 4. 181. ΙΙ. Παθ., ἀνατρέπομαι, Δημ. 1278. 24, Πλουτ. Γάλβ. 27. ΙΙΙ. Παρ’ Ἀττ. τὸ πλεῖστον ἀμετάβ. ἐν τῷ ἐνεργ., 1) ἐπὶ χωρῶν, κλίνω πρός, εἶμαι κατωφερὴς πρός.., Λατ. Vergere, Πολύβ. 3. 47, 2. 2) στρέφομαι κατὰ μέρος ἢ ἐκτὸς τῆς ὁδοῦ, Ξεν. Ἀν. 2. 2, 16, Θεόκρ. 7. 130: ὅθεν, πρὸς τὴν ἠῶ ἀποκλίνοντι, τῷ στρεφομένῳ πρὸς ἀνατολάς, Ἡρόδ. 4. 22. 3) συχν. ἐπὶ κακῆς σημασ., ἐκπίπτω, καταβιβάζομαι, ἀποκλίνω, Σοφ. Ο. Τ. 1192· ἐπὶ τὸ ῥαθυμεῖν Δημ. 13. 4· πρὸς θηριώδη φύσιν Πλάτ. Πολιτικ. 309Ε· πρὸς τὰς ἡδονὰς Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 1, 35, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 547Ε· ἀπ. ὡς πρὸς τὴν δημοκρατίαν Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 8, 3, πρβλ. 5. 7, 6: ― ὡσαύτως ἄνευ κακῆς τινος σημασίας, ἀπ. εἴς τινα τέχνην, κλίνω, ἔχω κλίσιν πρὸς αὐτήν, Πλάτ. Νόμ. 847Α· πρὸς τὸ κόσμιον αὐτ. 802Ε: ἔχω κλίσιν, εἶμαι εὐνοϊκῶς διατεθειμένος, πρός τινα Δημ. 655. 16.
English (Autenrieth)
only aor. part. ἀποκλίναντα: turn off, ‘giving a different turn’ to the interpretation, Od. 19.556†.
Greek Monolingual
(AM ἀποκλίνω)
1. κλίνω, γέρνω προς μια κατεύθυνση
2. παρουσιάζω κλίση προς τα πλάγια
3. ρέπω προς κάτι, έχω κλίση για κάτι
νεοελλ.
1. ξεφεύγω από το κανονικό
2. ναυτ. εκτρέπω πλοίο από την πορεία του
αρχ.-μσν.
φεύγω
αρχ.
1. κάνω να κλίνει προς άλλη κατεύθυνση, εκτρέπω
2. στρέφω προς τα πίσω
3. είμαι κατηφορικός
4. παρεκκλίνω, εκτρέπομαι
5. ξεπέφτω
6. (-ομαι) α) ανατρέπομαι
β) (για την ημέρα) γέρνω προς το βράδι.
Greek Monotonic
ἀποκλίνω: [ῑ], μέλ. -ῐνῶ — Παθ. αόρ. αʹ -εκλίθην [ῐ] ή -εκλίνθην·
I. στρέφω προς τα έξω ή παράμερα, τι, σε Ομήρ. Οδ.· στρέφω προς τα πίσω, σε Ομηρ. Ύμν. — Παθ. λέγεται για την ημέρα, γέρνω, οδεύω προς τη δύση, προς το απόγευμα, σε Ηρόδ.
II. Παθ., ανατρέπομαι, σε Δημ.
III. αμτβ. στην Ενεργ.,
1. στρέφομαι κατά μέρος, παραμερίζομαι ή παρεκτρέπομαι της οδού, σε Ξεν.· πρὸς τὴν ἠῶ ἀποκλίνοντι, καθώς κάποιος στρίβει και πορεύεται προς τα ανατολικά, σε Ηρόδ.
2. συχνά με αρνητική σημασία, εκπίπτω, παρακμάζω, εκφυλίζομαι, σε Σοφ.· ἐπὶ τὸ ῥαθυμεῖν, σε Δημ.· και χωρίς αρνητική σημασία, κλίνω, ρέπω, είμαι ευνοϊκά διακείμενος έναντι σε, πρός τινα, στον ίδ.
Middle Liddell
I. to turn off or aside, τι Od.: to turn back, Hhymn.:—Pass., of the day, to decline, get towards evening, Hdt.
II. Pass. to be upset, Dem.
III. intr. in Act. to turn aside or off the road, Xen.; πρὸς τὴν ἠῶ ἀποκλίνοντι as one turns to go Eastward, Hdt.
2. often in bad sense, to fall away, decline, degenerate, Soph.; ἐπὶ τὸ ῥαιθυμεῖν Dem.:—and without bad sense, to have a leaning, be favourably disposed, πρός τινα Soph.