ἀπονεύω

From LSJ

ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπονεύω Medium diacritics: ἀπονεύω Low diacritics: απονεύω Capitals: ΑΠΟΝΕΥΩ
Transliteration A: aponeúō Transliteration B: aponeuō Transliteration C: aponeyo Beta Code: a)poneu/w

English (LSJ)

A bend away from other objects towards one, turn off or incline towards, εἰς τοὐπίσω Plb.3.79.7; σκηναὶ ἀπονενευκυῖαι πρὸς ἓν μέρος τῆς πόλεως Id.15.29.2: metaph., πρὸς τὴν γεωμετρίαν Pl.Tht. 165a; πρὸς τὸ δικολογεῖν Arist.Rh.1355a20; πρός τινα Plb.21.6.4; ἐπὶ τὴν ἁρπαγήν Id.16.6.7; ἀπὸ τοῦ ἀληθοῦς Arr.Epict.4.10.2.
II abs., hang the head, of barley, Thphr. CP 3.22.2.
III Astron., pass away from a cardinal point, Vett.Val.95.1.

Spanish (DGE)

I intr.
1 girar, dar la vuelta εἰς τοὐπίσω Plb.3.79.7, ἀφέμενοι τοῦ διώκειν ἀπένευσαν ἐπὶ τὴν τούτων ἁρπαγήν Plb.16.6.7
en perf. estar de espaldas, vuelto a (σκηναί) πρὸς ἓν μέρος ἀπονενευκυῖαι τῆς πόλεως Plb.15.29.2.
2 fig. volverse, inclinarse a πρὸς τοὺς Ῥωμαίους Plb.21.6.4, D.C.Epit.9.5.2, ἐς σοφιστάς Philostr.VS 490, εἰς ἑκάτερον μέρος Plu.2.971b, δεῖ ... τὸν ἄρχοντα ... ἀπονεύοντα τῇ φύσει πρὸς τὸ αὐστηρόν Plu.2.620d, ἀπὸ τοῦ ἀληθοῦς Arr.Epict.4.10.2, ἐκ τῶν ψιλῶν λόγων πρὸς τὴν γεωμετρίαν ἀπενεύσαμεν abandonamos los razonamientos puros por la geometría Pl.Tht.165a, πρὸς τὸ δικολογεῖν Arist.Rh.1355a20
abs. dejar colgar la cabeza de una espiga de cebada, Thphr.CP 3.22.2.
3 alejarse ἀπένευσε τότε ὁ διάβολος Iust.Phil.Dial.125.4, de las rectas paralelas μήτε συννεύουσαι μήτε ἀπονεύουσαι ἐν ἑνὶ ἐπιπέδῳ Posidon.197.
4 astr. desviarse τοῦ ὡροσκόπου Vett.Val.90.21.
5 ἀ. abnuo, Gloss.2.239.
II tr. alterar, contravenir una norma, en gram., del voc. ὦ ... ἀπονεῦσαν καὶ τὴν ἀκολουθίαν τῶν φωνῶν A.D.Synt.48.10, ἀπένευσε τὸ καὶ εἶναι μετοχή dejó incluso de ser participio A.D.Synt.327.23.

German (Pape)

[Seite 316] abneigen, sich von etwas ab- u. anders wohin wenden, u. übertr., Neigung zu etwas haben, ἐκ τῶν ψιλῶν λόγων πρὸς τὴν γεωμετρίαν Plat. Theaet. 165 a; μᾶλλον πρὸς τὸ δικολογεῖν ἀπονενεύκασι Arist. rhet. 1, 1. Häufig bei Pol. auch örtlich, ἐπὶ τὴν ἀγοράν, εἰς τοὐπίσω, 3, 79. 32, 9; πρός τινα, übergehen, 3, 67. – Intrans., den Kopf hängen lassen, Theophr.

French (Bailly abrégé)

ao. ἀπένευσα, pf. ἀπονένευκα;
se détourner ; chanceler ou osciller, se balancer ; fig. πρός τι se détourner d'une occupation pour une autre.
Étymologie: ἀπό, νεύω.

Russian (Dvoretsky)

ἀπονεύω:
1 отклоняться, отворачиваться, поворачивать (ἐπί τι Polyb. и πρός τι Luc.; εἰς ἑκάτερον μέρος Plut.): δεξιὸς ἀπονεύων Polyb. поворачивая направо;
2 наклоняться (ὥσπερ οἱ μεθύοντες Plut.);
3 склоняться, быть склонным (πρός τι Arst., Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπονεύω: ἀποστρέφω τὸ πρόσωπο ἀπὸ ἄλλων πραγμάτων, κλίνω πρὸς ἕτερον, κλίνω πρὸς..., πρὸς τὸ γεωμετρεῖν Πλάτ. Θεαίτ. 165Α· πρὸς τὸ δικολογεῖν Ἀριστ. Ρητ. 1. 1, 11· πρός τινα, Πολύβ. 21. 4, 4· ἐπί, εἰς ἢ πρός τι ὁ αὐτ. 16. 6, 7., 3. 79, 7· ἀπό τινος Ἀρρ. Ἐπίκτ. 4. 10, 2. ΙΙ. ἀπολ., κλίνω πρὸς τὸ ἕν μέρος, κλίνω τὴν κεφαλήν, ἡ δ’ ἐτεόκριθος ἀσφαλής, ἀπονεύει γὰρ Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 3. 22, 2.

Greek Monolingual

ἀπονεύω (Α)
1. κλίνω προς μία κατεύθυνση
2. στρέφομαι σε κάτι.

Greek Monotonic

ἀπονεύω: μέλ. -σω, αποστρέφω το πρόσωπό μου από άλλα αντικείμενα και το στρέφω προς ένα άλλο, κλίνω σε κάτι, πρός τι, σε Πλάτ.

Middle Liddell

to bend away from other objects towards one, turn towards, πρός τι Plat.