σαππείριον
From LSJ
Ὑπὸ γὰρ λόγων ὁ νοῦς μετεωρίζεται ἐπαίρεταί τ' ἄνθρωπος → Borne up by words, the mind soars aloft, and we reach the heights (Aristophanes, Birds 1447f.)
English (LSJ)
A v. σαπφ-.
Greek Monolingual
και σαππίριν, τὸ, Α
βλ. σαπφείριον.