firmeza
From LSJ
τῶν Λειβηθρίων ἀμουσότερος → more uncultured than Leibethrans, more uncultured than the people of Leibethra, lowest degree of mental cultivation
Spanish > Greek
δυσπάθεια, ἀφιλία, ἔνστασις, ἑδραιότης, ἐμπαράμονος, ἑδραίωσις, βέβαιος, βεβαιωσύνη, βεβαιότης, ἀτρεμιότης, ἄσειστος, ἀντιβατικός, βαθύτης, ἑκτικός, ἑδραῖος, τὸ ἔντονον