σιωπή

From LSJ
Revision as of 19:51, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_6b)

Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῐωπή Medium diacritics: σιωπή Low diacritics: σιωπή Capitals: ΣΙΩΠΗ
Transliteration A: siōpḗ Transliteration B: siōpē Transliteration C: siopi Beta Code: siwph/

English (LSJ)

rarely σωπή (q.v.), ἡ,

   A silence, S.OT1075, Fr.928, E.Hipp.911; σ. ὑπεσημάνθη Th.6.32; σ. ποιεῖν, ποιεῖσθαι, X.HG6.3.10, Isoc.12.234; ἦν σ. there was a hush or calm, S.OC1623, Aeschin.2.35: pl., τῶν ἀπειράτων ἄγνωστοι σ. inglorious silence is their lot who make no venture, Pi.I.4(3).30 (48).    2 the habit of silence, ἐκ τῆς σ. τὴν τῆς σωφροσύνης δόξαν θηρᾶσθαι D.61.21, cf. Plu.2.39b, etc.    II dat. σιωπῇ as Adv., in silence, the only case used by Hom., ἀκὴν ἐγένοντο σιωπῇ Il.3.95, etc.; σ. ἧσο 4.412; ἐπ' ὀφρύσι νεῦσε σ. made a sign without speaking, 9.620; σ. πίνειν Od.1.339; σ. πάσχειν ἄλγεα 13.309, cf. Pi.P.4.57; στῆναι, πορεύεσθαι, καθῆσθαι σ., E.HF930, X.Cyr.5.3.43, D.48.31; secretly, Il.14.310; σιωπῇ τοῦτ' ἀκύρωτον μένει E.Ion801, cf. Ar.Eq. 1212.

German (Pape)

[Seite 887] ἡ, Schweigen, Stillschweigen; oft bei Hom., der aber allein den dat. σιωπῇ als adv. braucht, schweigend, bes. πάντες ἀκὴν ἐγένοντο σιωπῇ, Il. 3, 95 u. oft; μείδησεν ἰδὼν ἐς παῖδα σιωπῇ, 6, 404; σιωπῇ πάσχειν ἄλγεα, Od. 13, 309; Pind. P. 4, 57; u. im plur., I. 3, 48; Soph. O. R. 1075 O. C. 1619; Eur. oft, z. B. ἔστη σιωπῇ Herc. F. 930; u. in Prosa: σιωπῇ πορεύεσθαι, Xen. Cyr. 5, 3, 43; σιωπὲν ποιεῖν, Hell. 6, 3, 10; Folgde; σιωπ ῇ ἐκαθήμην, Dem. 48, 31. – In der böotischen Inschrift bei Böckh Staatshh. II p. 399 steht καὶ πολέμῳ καὶ κατὰ σιωπάς neben einander, in Ruhe, in Frieden.