σκιαγραφέω
English (LSJ)
A paint with the shadows, so as to produce an illusion of solidity at a distance, Pass., τὰ πόρρωθεν . . φαινόμενα . . καὶ τὰ ἐσκιαγραφημένα Pl.R.523b; οἷον -ημένα ἀποστάντι πάντα ἓν φαινόμενα Id.Prm.165c: metaph., -ημένη ἡδονή deceptive, unreal, opp. παναληθής, καθαρά, Id.R.583b, cf. 586b, Lg.663c, Ph.1.589. 2 surround with a border, outline, βέλεσι σ. τινά, of a juggler, Philostr. VA2.28:—Pass., to be outlined, ἐσκιαγραφημένοις ἐπιβαλὼν χρώματα ib.1.2.
German (Pape)
[Seite 897] eigtl. schattiren, Schatten u. Licht in der Malerei gehörig anwenden, übh. darstellen im Umriß u. perspectivisch; τὰ πόῤῥωθεν φαινόμενα δῆλον ὅτι λέγεις καὶ τὰ ἐσκιαγραφημένα, Plat. Rep. VII, 523 b; Parm. 165 b u. öfter; bilden, φλὸξ ἄντρον τῷ Διονύσῳ σκιαγραφεῖ, Philostr. imagg. 1, 14.