σκολιοπόρος
From LSJ
Μὴ κρῖν' ὁρῶν τὸ κάλλος, ἀλλὰ τὸν τρόπον → Mores in arbitrando, non faciem vide → Nach dem Charakter, nicht nach Schönheit urteile
English (LSJ)
ον,
A with winding passages, ὦτα S.E.P.1.126.
Greek (Liddell-Scott)
σκολιοπόρος: -ον, ὁ ἔχων σκολιοὺς πόρους, σκολιὰς ὀπάς, ὦτα Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 126· - σκολιοπορία, ἡ, Καισάρ. σ. 944, ἔκδ. Mi.