καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer
Full diacritics: σπάζει | Medium diacritics: σπάζει | Low diacritics: σπάζει | Capitals: ΣΠΑΖΕΙ |
Transliteration A: spázei | Transliteration B: spazei | Transliteration C: spazei | Beta Code: spa/zei |
Achaean,= σκυζᾷ (σκύζαι cod.), Hsch.
Α
(αχαϊκ. τ.) (κατά τον Ησύχ.) «σκυζᾷ».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. παράγεται πιθ. από το ρ. σπάω / σπῶ].