σπανίζω
καὶ ὑπολέλειμμαι ἐγὼ μονώτατος, καὶ ζητοῦσι τὴν ψυχήν μου λαβεῖν αὐτήν → and I, even I only, am left; and they seek my life, to take it away (1 Kings 19:14)
English (LSJ)
of things,
A to be rare, scarce, [καλὰ ἔργα] Βασσίδαισιν οὐ σ. Pi.N.6.31; τοὐλαίου σπανίζοντος Ar.V.252; τὰ παρ' ἀμφοτέροις σπανίζοντα D.S.2.54, etc.; of books, Gal.17(1).605. 2 of persons, lack, be in want of, c.gen., ὑδάτων Hdt.2.108; χρημάτων, βίου, Id.1.187,196; οὐ σπανίζοντες φίλων A.Ch.717; πέπλων, πομπῆς, βωμοῦ, etc., E.Med.960, IA352 (troch.), Hel.800, etc.; νεῶν μακρῶν Th.1.41; τροφῆς Id.4.6, etc.; of a country, σ. πεύκης Thphr. HP5.7.1: rarely c. dat., σίτῳ Dicaearch.1.23 cod., cf.111 fin. II trans., exhaust, use up, τὰ μέταλλα Ph.Byz.Mir.4.1; spend, PFlor. 99.7 (i/ii A.D.), Sammelb.4317.7 (iii A.D.):—Pass., ἐσπανίσθη πᾶν ὕδωρ LXX Jb.14.11. III Pass.,= Act. (signf. 1.2), to be in want of, ἐσπανίσμεθ' ἀρωγῶν A.Pers.1024 (lyr.); ὁρᾷς . . φίλων ὡς ἐσπανίσμεθα E.Or.1055; πάντων σπανιζόμενοι X.HG7.2.16: abs., to be in want, μὴ σπανιζοίμεσθα E.Med.560: rarely c. dat., οἴνῳ σπανίζονται Str.3.3.7.
German (Pape)
[Seite 916] 1) selten sein; ἅ τ' οὐ σπανίζει αὐτοῖς, Pind. N. 6, 32; τοὐλαίου σπανίζοντος, Ar. Vesp. 252; einzeln bei Sp., wie S. Emp. pyrrh. 1, 143. – 2) wenig haben, Mangel leiden, entbehren; c. gen., οὐ σπανίζοντες φίλων, Aesch. Ch. 706; οὐ βίου σπανίζομεν, Eur. Rhes. 170; πέπλων, Med. 690, u. öfter; ἀργυρίου, Ar. Nubb. 1267; τροφῆς, Thuc. 4, 6; Xen. Cyr. 3, 2, 18 u. öfter; ὁ σπανίσας τινός, im Ggstz von ὁ ἔχων ἀεί, Hier. 1, 25; τῶν ἀναγκαίων, Din. 2, 8; φίλων, im Ggstz von εὐπορεῖν, Pol. 36, 3, 4. – 3) berauben, pass.; ἐσπανίσμεθ' ἀρωγὼν, Aesch. Pers. 983; όρᾷς, φίλων ὡς ἐσπανίσμεθα, Eur. Or. 1055; σπανιζόμενοι πάντων, Xen. Hell. 7, 2, 16; – selten machen, Philo.